- ἁμαξο-κυλιστής
ἁμαξο-κυλιστής, ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμαξο-κυλιστής, ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετροκυλιστής — ὁ, Α αυτός που κυλάει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + *κυλιστής (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. αμαξο κυλιστής] … Dictionary of Greek