- περι-καής
περι-καής, ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-καής, ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκαής — εὐκαής, ές (Α) αυτός που καίγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * καής (< καίω), πρβλ. δıa καής, περι καής] … Dictionary of Greek
περικαής — ές, Α 1. αυτός που καίει ολόκληρος, ο πάρα πολύ θερμός («οἱ περικαέες πρός χεῑρα», Ιπποκρ.) 2. φρ. «περικαὴς θερμότης» ανυπόφορη θερμότητα. επίρρ... περικαῶς Α (ιδίως σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός» μτφ. καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από πάθος για… … Dictionary of Greek