ἁμαξο-πηγός

ἁμαξο-πηγός

ἁμαξο-πηγός, , Wagenbauer, Stellmacher, Plut. Per. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • καρροπηγός — καρροπηγός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγός — ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός) (γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῡς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.) νεοελλ. (ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες τής κατασκευής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς… …   Dictionary of Greek

  • σοροπηγός — ὁ, Α κατασκευαστής φερέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] …   Dictionary of Greek

  • κλιμακοπηγία — η 1. η κατασκευή κλίμακας, σκάλας 2. το δικαίωμα τής στερέωσης κλίμακας σε ξένη ιδιοκτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + πηγία (< πηγός < πήγνυμι «κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγία, ναυ πηγία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”