ἁμαξεύς

ἁμαξεύς

ἁμαξεύς, έως, ὁ, der Frachtfuhrmann, Sp.; Plut. Dion. 38 βοῠς, Jochochse.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμαξεύς — ἁμαξεύς ( έως), ο (Α) [άμαξα] 1. οδηγός άμαξας, αμαξηλάτης, καραγωγέας 2. ως επίθ. αυτός που σύρει άμαξα «βοῦς ἁμαξεύς» …   Dictionary of Greek

  • ἁμαξεύς — wagoner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξεῖς — ἁμαξεύς wagoner masc acc pl ἁμαξεύς wagoner masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξέων — ἁμαξεύς wagoner masc gen pl ἁμαξέω̆ν , ἁμαξεύς wagoner masc gen pl ἄμαξα frame work fem gen pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξεῦσιν — ἁμαξεύς wagoner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξέως — ἁμαξέω̆ς , ἁμαξεύς wagoner masc gen sg ἁμαξεύς wagoner masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”