περι-είλω

περι-είλω

περι-είλω, od. -είλλω, = περιειλέω, ῥακίοις περιειλλόμενος, Ar. Ran. 1064.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιλήσαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «περι[σ]τρέψαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί περι ειλήσαι (< περι * + εἰλῶ / εἴλω «πιέζω, στρέφω»)] …   Dictionary of Greek

  • περιείλω — και περιειλῶ, έω και περιίλλω Α περιτυλίγω, περιδένω (α. «περὶ τοὺς πόδας τῶν ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῑν», Ξεν.) β. «τῷ αὐτοῡ τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφείς», Λουκιαν.) 2. κατασκευάζω αψίδα, θόλο γύρω και πάνω από κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”