- ἁμματίζω
ἁμματίζω, knüpfen, umbinden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμματίζω, knüpfen, umbinden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμματίζω — tie pres subj act 1st sg ἁμματίζω tie pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμματίζω — ἁμματίζω (Α) 1. δένω με κόμπο 2. συνενώνω, συναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμμα. ΠΑΡ. αρχ. ἁμματισμός νεοελλ. αμμάτιση] … Dictionary of Greek
αμματίζω — βλ. ματίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁμματιζομένων — ἁμματίζω tie pres part mp fem gen pl ἁμματίζω tie pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματίζει — ἁμματίζω tie pres ind mp 2nd sg ἁμματίζω tie pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματίξαι — ἁμματίζω tie aor inf act ἁμματίξαῑ , ἁμματίζω tie aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματίσαι — ἁμματίζω tie aor inf act ἁμματίσαῑ , ἁμματίζω tie aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμματισμέναι — ἁμματίζω tie perf part mp fem nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡμματισμένᾱͅ , ἁμματίζω tie perf part mp fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματιζέσθω — ἁμματίζω tie pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματιζέσθωσαν — ἁμματίζω tie pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματισθῇ — ἁμματίζω tie aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)