ὁμ-ευνίς

ὁμ-ευνίς

ὁμ-ευνίς, ίδος, ἡ, fem. zu ὅμευνος, Lycophr. 372.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εὖνις — 1 reft of nom sg εὖνις 1 reft of masc/fem nom sg εὖνις 2 bedfellow fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύνις — (I) εὖνις, ιδος και ιος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που τού λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • εὔνιδα — εὖνις 1 reft of neut nom/voc/acc pl εὖνις 1 reft of masc/fem acc sg εὔ̱νιδα , εὖνις 2 bedfellow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνιδος — εὖνις 1 reft of gen sg εὖνις 1 reft of masc/fem gen sg εὔ̱νιδος , εὖνις 2 bedfellow fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνισιν — εὖνις 1 reft of dat pl εὖνις 1 reft of masc/fem dat pl εὔ̱νισιν , εὖνις 2 bedfellow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὖνι — εὖνις 1 reft of voc sg εὖνις 1 reft of masc/fem voc sg εὖνις 2 bedfellow fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνιδας — εὖνις 1 reft of masc/fem acc pl εὔ̱νιδας , εὖνις 2 bedfellow fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνιδες — εὖνις 1 reft of masc/fem nom/voc pl εὔ̱νιδες , εὖνις 2 bedfellow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὖνιν — εὖνις 1 reft of masc/fem acc sg εὖνις 2 bedfellow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

  • ούνιος — οὔνιος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὖνις, δρομεύς, κλέπτης». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”