ὁδός [2]

ὁδός [2]

ὁδός, , ep. auch οὐδός, Od. 17, 196, auch Her. 2, 7, der sonst nur ὁδός hat; der Weg; – 1) der Pfad, die Straße; ἐγγὺς ὁδοῖο, Il. 10, 274; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, 23, 330; ἱππηλασίη, 7, 340; ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων, an der Straße wohnend, 6, 15; ὥστε μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἐπὶ παιπαλοέσσῃ, 12, 168; λαοφόρος, die große Heerstraße, 15, 682; auch die Bahn des Seefahrers, 6, 292; πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, sie gingen fürder des Weges, vorwärts, 4, 382 (vgl. ὅταν πρὸ ὁδοῦ γένωνται Ael. H. A. 11, 38; auch übtr., ὃ πρὸ ὁδοῦ σοι γένοιτ' ἂν ἐς τὰ μαϑήματα, förderlich, Luc. Hermot. 1); ὁδὸν ἁγεμονεῠσαι, Pind. Ol. 6, 25; ἁμαξιτός, N. 6, 56; übertr., ἐν εὐϑείαις ὁδοῖς στείχειν, 1, 25; σχιστὴ δ' ὁδός, Soph. O. R. 733; σύ μ' ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ' ἄλσος, O. C. 113; ὁδοῦ ἀτραπός, Ar. Nubb. 76; u. in Prosa, ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁδόν, Her. 6, 34, ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ, Plat. Conv. 173 b; auch leicht zu ergänzen, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους, Lys. 203 a; ὁδῷ βαδίζειν, Dem. 25, 10 u. sonst. Auch ποταμοῦ, das Flußbett, Xen. Cyr. 7, 5, 16. – 2) die Handlung des Gehens, Gang, Reise; οὔ τοι ἔπειϑ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται, Od. 2, 273; σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, die Abreise, 2, 285. 8, 150; λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο, 1, 315; ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο, 2, 404, daß wir die Reise vollenden; τελεῖν ὁδόν, 2, 256; ἦνον, 3, 496; ὁδὸν ἐλϑεῖν, einen Kriegszug machen, Il. 1, 151; ἀπ' Ἄργεος ἦλϑον δευτέραν ὁδόν, Pind. P. 8, 44; μή τι πημανϑῇς όδῷ, Aesch. Prom. 334; κατερητύσων ὁδόν, ἣν στέλλει, Soph. Phil. 1402; ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται, El. 1493; auch οἰωνῶν, vom Vogelfluge, O. C. 1316; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, d. i. den Todesweg, Ant. 801, wie βέβηκε τὴν πανυστάτην ὁδόν Trach. 872; vgl. Eur. Alc. 613; ἐκ μακρᾶς ἀναπεπαυμένος ὁδοῠ, Plat. Critia. 106 a; κατὰ τὴν ὁδόν, unterwegs, Prot. 314 c. – 3) übertr., Mitteln. Weg, Etwas auszurichten, Artu. Weise; πολλαὶ ὁδοὶ εὐπραγίας, Pind. Ol. 8, 13; νόῳ ἔχει ἀλαϑείας ὁδόν, P. 3, 103; ὕβριος ἐχϑρὰν ὁδὸν εὐϑυπορεῖ, Ol. 7, 91; γλώσσης ἀγαϑῆς ὁδὸν εὑρίσκει, Aesch. Eum. 944; πολλὰς ὁδοὺς ἐλϑόντα φροντίδος πλάνοις, Soph. O. R. 67; εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, 311; σῶν ὁδὸν βουλευμάτων, Eur. Hec. 744; γνώμης, Hipp. 290; λογίων, Ar. Equ. 1010; u. in Prosa, ἔλεξαν περὶ τούτου τριφασίας ὁδούς Her. 2, 20, ἐπιστάμεϑα, οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀϑηναῖοι χωροὖσιν ἐπὶ τοὺς πέλας Thuc. 1, 69, ἄδικον ὁδὸν ἰέναι 3, 64, ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι ὁδοὶ τοῦ πολέμου 1, 122, τὴν νῦν τετμημένην ὁδὸν τῆς νομοϑεσίας Plat. Legg. VII, 810 e; bes. ὁδῷ, καϑ' ὁδὸν λέγειν, nach einem bestimmten Verfahren, methodisch, Phaedr. 263 b Rep. VII, 533 b; τίνα δὴ ὁδὸν ἰών; welchen Weg einschlagend? auf welche Weise? Xen. Cyr. 1, 6, 16, vgl. 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… …   Dictionary of Greek

  • ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”