ἁδροτής

ἁδροτής

ἁδροτής, ἡτος, , Gedrungenheit, Dicke, Starke, Kraft; accus. bei Hom. Lesart in drei Stellen für ἀνδροτῆτα, Iliad. 16, 85722, 363 ψυχὴ δ'ἐκ ῥεϑέων πταμένη Ἄιδόσδε βεβήκει, ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ' ἁδροτῆτα (ἀνδροτῆτα) καὶ ἥβην, 24, 6 Πατρόκλου ποϑέων ἁδροτῆτά (ἀνδροτῆτά) τε καὶ μένος ἠύ; Aristarch las ἀνδροτῆτα, s. Aristonic. Scholl. Illad. 24, 6, vgl. Scholl. 16, 857; – Theophr.; Stärke des Schalles, Athen. X, 415 a; Ueberfluß, N. T. Bei Sp. ἁδρότης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αδροτής — ἁδροτής, η (Α) βλ. ἁδρότητα …   Dictionary of Greek

  • ἁδροτής — vigour fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρότης — ἁδροτής vigour fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδροτῆτα — ἁδροτής vigour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρότητα — ἁδροτής vigour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρότητι — ἁδροτής vigour fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρότητος — ἁδροτής vigour fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αδρότητα — η (Μ ότης, Α ἁδροτής, ῆτος) [ἁδρὸς] αρχ. νεοελλ. 1. σφρίγος, σθένος, δύναμη, ιδίως σωματική 2. μεστότητα, ωριμότητα, ωρίμανση μσν. αφθονία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”