- ἁδρό-σφαιρος
ἁδρό-σφαιρος, in starken Kugeln, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁδρό-σφαιρος, in starken Kugeln, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόσφαιρος — κακόσφαιρος, ον (Μ) όχι εντελώς σφαιρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σφαιρος (< σφαῖρα), πρβλ. αδρό σφαιρος, μεσό σφαιρος] … Dictionary of Greek
μεσόσφαιρος — μεσόσφαιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας μέτριου μεγέθους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόσφαιρον το μεσαίο είδος τού ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε διάκριση από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σφαιρος… … Dictionary of Greek