- ἁγητήρ
ἁγητήρ, dor. für ἡγητήρ, z. B. Pind. P. 1, 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁγητήρ, dor. für ἡγητήρ, z. B. Pind. P. 1, 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁγητήρ — ἁ̱γητήρ , ἡγητήρ a guide masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος … Dictionary of Greek