- περι-ζέω
περι-ζέω, rings umher sieden, Luc. Tox. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-ζέω, rings umher sieden, Luc. Tox. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιζέω — Α βράζω, κοχλάζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
ζέση — η (AM ζέσις) [ζέω] 1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.) 2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «[οργή] ζέσις τοῡ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «βαθμός… … Dictionary of Greek