ἁγιό-γραφος

ἁγιό-γραφος

ἁγιό-γραφος, Sp., heilig geschrieben, τά, die heiligen Schriften.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσογράφος — ο (Μ θαλασσογράφος) νεοελλ. ζωγράφος που ασχολείται με τη θαλασσογραφία μσν. αυτός που ασχολείται με την περιγραφή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + γράφος < γράφω (πρβλ. αγιο γράφος, γεω γράφος)] …   Dictionary of Greek

  • πνευματογράφος — ὁ, ΑΜ αυτός που γράφει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”