- ἁγιωσύνη
ἁγιωσύνη, ἡ, Heiligkeit, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁγιωσύνη, ἡ, Heiligkeit, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγιωσύνη — ἁγιωσύνη, η (Α) βλ. αγιοσύνη … Dictionary of Greek
ἁγιωσύνη — holiness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιωσύνῃ — ἁγιωσύνη holiness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιωσύνηι — ἁγιωσύνῃ , ἁγιωσύνη holiness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιωσύνην — ἁγιωσύνη holiness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιωσύνης — ἁγιωσύνη holiness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιωσύνας — ἁγιωσύνᾱς , ἁγιωσύνη holiness fem acc pl ἁγιωσύνᾱς , ἁγιωσύνη holiness fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
αγιοσύνη — η (AM ἁγιωσύνη) 1. αγιότητα, ιερότητα 2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου». μσν. η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + παραγ. κατάλ. σύνη] … Dictionary of Greek
ՍՐԲՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0761 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. ἀγίασμα, ἀγιασμός, ἀγιότης, ἀγιωσύνη, ἄνεια, καθαριότης, καθαρισμός, κάθαρσις , ὀσιότης եւն. sanctificatio, sanctimonia, sanctitas, puritas, purificatio, munditia, purgatio եւ ἄγιον,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)