ἁγιστεία

ἁγιστεία

ἁγιστεία, , 1) αἱ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἁγ., neben ϑυσίαι, Tempelgebräuche, Isocr. 11, 28; so Plat. Ax. 371 d τὰς ὁσίους ἁγ. συντελοῦσι, von den Mysterien der Ceres (VLL. ἱεροτελεστία, λατρεῖαι); Plut. Rom. 22 περὶ τὸ πῦρ ἁγ., von dem Dienst der Vestalinnen; αἱ ἱερατικαὶ ἁγ., von Aegypten, Symp. 8, 8, 2. – 2) Gottesfurcht, Luc. Amor. 15 δεισιδαίμων ἁγ., aberglaubische G.; ähnl. auch Strab. IX, 417.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁγιστεία — ἁγιστείᾱ , ἁγιστεία ritual fem nom/voc/acc dual ἁγιστείᾱ , ἁγιστεία ritual fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιστείᾳ — ἁγιστείᾱͅ , ἁγιστεία ritual fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιστεία — ἁγιστεία, η (Α) [ἁγιστεύω] στον πληθ. λατρεία, ιεροτελεστία …   Dictionary of Greek

  • ἁγιστείας — ἁγιστείᾱς , ἁγιστεία ritual fem acc pl ἁγιστείᾱς , ἁγιστεία ritual fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιστείαν — ἁγιστείᾱν , ἁγιστεία ritual fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιστειῶν — ἁγιστεία ritual fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιστεῖαι — ἁγιστεία ritual fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιστείαις — ἁγιστεία ritual fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιστείην — ἁγιστεία ritual fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • αγιστεύω — ἁγιστεύω (Α) 1. ιερουργώ, κάνω θυσία ή ιεροτελεστία 2. εξαγνίζω, αγιάζω 3. παθ. είμαι άγιος ή αγιασμένος, ζω σαν άγιος, αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγιστός < ἅγιος, με θεματική παρέκταση. ΠΑΡ. αρχ. ἁγιστεία, μσν. ἁγίστευμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”