ἁγιστεία — ἁγιστείᾱ , ἁγιστεία ritual fem nom/voc/acc dual ἁγιστείᾱ , ἁγιστεία ritual fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιστείᾳ — ἁγιστείᾱͅ , ἁγιστεία ritual fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιστεία — ἁγιστεία, η (Α) [ἁγιστεύω] στον πληθ. λατρεία, ιεροτελεστία … Dictionary of Greek
ἁγιστείας — ἁγιστείᾱς , ἁγιστεία ritual fem acc pl ἁγιστείᾱς , ἁγιστεία ritual fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιστείαν — ἁγιστείᾱν , ἁγιστεία ritual fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιστειῶν — ἁγιστεία ritual fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιστεῖαι — ἁγιστεία ritual fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιστείαις — ἁγιστεία ritual fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιστείην — ἁγιστεία ritual fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
αγιστεύω — ἁγιστεύω (Α) 1. ιερουργώ, κάνω θυσία ή ιεροτελεστία 2. εξαγνίζω, αγιάζω 3. παθ. είμαι άγιος ή αγιασμένος, ζω σαν άγιος, αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγιστός < ἅγιος, με θεματική παρέκταση. ΠΑΡ. αρχ. ἁγιστεία, μσν. ἁγίστευμα] … Dictionary of Greek