ὁμό-νᾱος

ὁμό-νᾱος

ὁμό-νᾱος, einen gemeinschaftlichen Tempel habend, Hesych..


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύναος — και ιων. τ. πολύνηος, ον, Α (για θεότητα) αυτός στον οποίο είναι αφιερωμένοι πολλοί ναοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ναος / νηος (< ναός), πρβλ. ομό ναος] …   Dictionary of Greek

  • σύνναος — ον, Α αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον άλλο («θεοῑς συννάοις καὶ συμβώμοις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναός (πρβλ. ομό ναος)] …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”