- ὁμό-θηλος
ὁμό-θηλος, von derselben Mutterbrust genährt, Hesych. v. ἀγάλακτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-θηλος, von derselben Mutterbrust genährt, Hesych. v. ἀγάλακτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπόθηλος — λιπόθηλος, ον (Μ) (για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή τού μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος τής θηλής τού μαστού, στερημένος τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o) * + θηλος(< θηλή) … Dictionary of Greek