- ὁμό-θεος
ὁμό-θεος, ὁ, ἡ, Mitgott, Mitgöttinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-θεος, ὁ, ἡ, Mitgott, Mitgöttinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
θεογενής — και θεογεννής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek