ὁμό-θρονος

ὁμό-θρονος

ὁμό-θρονος, mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύνθρονος — η, ο / σύνθρονος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που μοιράζεται τη βασιλική εξουσία με άλλον, που κάθεται στον ίδιο θρόνο με άλλον (α. «φρόνησις καὶ αἱ σύνθρονοι ταύτης ἀρεταί», Φίλ. β. «Ἀντινόῳ συνθρόνῳ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ θεῶν», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”