- ὁμό-νομος
ὁμό-νομος, 1) mit gleichen Gesetzen, γένος ὁμόφωνον καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c. – 2) zusammen weidend, Ael. H. A. 7, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-νομος, 1) mit gleichen Gesetzen, γένος ὁμόφωνον καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c. – 2) zusammen weidend, Ael. H. A. 7, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek