- ὁμό-ζηλος
ὁμό-ζηλος, von gleichem Eifer, Studium; S. Emp. adv. log. 1, 56; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-ζηλος, von gleichem Eifer, Studium; S. Emp. adv. log. 1, 56; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek