ὁμό-ζυγος

ὁμό-ζυγος

ὁμό-ζυγος, zusammengejocht, zusammengespannt mit einem Andern, zunächst von zwei in dasselbe Joch gespannten Zugthieren, u. übertr. = verbunden, zusammenpassend, übereinstimmend; Schol. Lycophr. 1114; Maneth. 4, 602; Nonn. D. 9, 122.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… …   Dictionary of Greek

  • υγιοζυγία — ἡ, Α ορθός συνδυασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + ζυγία (< ζυγος < ζυγός), πρβλ. ομο ζυγία] …   Dictionary of Greek

  • ισοτάλαντος — η, ο (Μ ἰσοτάλαντος, ον) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τάλαντος (< τάλαντον «ζυγός»), πρβλ. βαρυ τάλαντος, ομο τάλαντος] …   Dictionary of Greek

  • σύζυξ — υγος, ό, ἡ, Α 1. (κυρίως για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο ζυγό («πάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», Πλάτ.) 2. ενωμένος 3. πληθ. oἱ, aἱ σύζυγες άνδρας και γυναίκα ενωμένοι με τα δεσμά τού γάμου, το ανδρόγυνο, οι σύζυγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”