ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… … Dictionary of Greek
υγιοζυγία — ἡ, Α ορθός συνδυασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + ζυγία (< ζυγος < ζυγός), πρβλ. ομο ζυγία] … Dictionary of Greek
ισοτάλαντος — η, ο (Μ ἰσοτάλαντος, ον) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τάλαντος (< τάλαντον «ζυγός»), πρβλ. βαρυ τάλαντος, ομο τάλαντος] … Dictionary of Greek
σύζυξ — υγος, ό, ἡ, Α 1. (κυρίως για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο ζυγό («πάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», Πλάτ.) 2. ενωμένος 3. πληθ. oἱ, aἱ σύζυγες άνδρας και γυναίκα ενωμένοι με τα δεσμά τού γάμου, το ανδρόγυνο, οι σύζυγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek