- ὁμό-φοιτος
ὁμό-φοιτος, zusammengehend, der Begleiter, αἱμύλων μύϑων, Pind. N. 8, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-φοιτος, zusammengehend, der Begleiter, αἱμύλων μύϑων, Pind. N. 8, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηνεμόφοιτος — ἠνεμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται, που έρχεται διά μέσου τού ανέμου («ἠνεμόφοιτος βροντή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ήνεμος «άνεμος» + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. ομό φοιτος, υγρό φοιτος] … Dictionary of Greek
νεόφοιτος — νεόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου 2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου 3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φοιτος… … Dictionary of Greek