- περι-κάρδιος
περι-κάρδιος, um das Herz, in der Nähe des Herzens, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κάρδιος, um das Herz, in der Nähe des Herzens, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσκάρδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά, καρδιακός («προσκάρδιον ἕλκος», Βίων). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καρδία (πρβλ. κατα κάρδιος, περι κάρδιος)] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek