- ὁμό-στεγος
ὁμό-στεγος, unter demselben Dache lebend, Sp., die auch das Verbum ὁμοστεγέω bilden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-στεγος, unter demselben Dache lebend, Sp., die auch das Verbum ὁμοστεγέω bilden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμηλόστεγος — η, ο, Ν αυτός που έχει χαμηλή στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + στεγος (< στέγη), πρβλ. ομό στεγος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek