ὁμό-σπορος

ὁμό-σπορος

ὁμό-σπορος, zusammengesäet, von denselben Eltern erzeugt, denselben Vorfahren entsprossen; H. h. Cer. 85; ἔϑνος, Pind. N. 5, 43; βασιλέοιν δ' ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμα γαῖα, Aesch. Spt. 802, öfter, wie Ag. 1490 Ch. 240; Eur. Or. 657 u. öfter; Soph. Trach. 211, Schwester. – Aber ἔχων δὲ λέκτρα καὶ γυναῖχ' ὁμόσπορον Soph. O. R. 260 erkl. der Schol. εἰς ἣν ἔσπειρε καὶ ἐκεῖνος καὶ ἐγώ, obwohl diese Erkl. nicht erfordert wird; vgl. τοῦ πατρὸς ὁμόσπορος καὶ φονεύς, 460, der dem Vater gleich Erzeuger ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υστερόσπορος — ον, Μ αυτός που σπάρθηκε μετά από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. βαθύ σπορος, ὁμό σπορος] …   Dictionary of Greek

  • ταυτόσπορος — ον, Μ αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος με άλλον, ταυτογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) /ταυτ(ο) * + σπορος (< σπόρος), πρβλ. ὁμό σπορος] …   Dictionary of Greek

  • οβριμόσπορος — ὀβριμόσπορος, ον (Α) (ποιητ. τ.) (για γη) αυτός που δίνει πλούσια παραγωγή, αυτός που έχει πλούσια βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + σπόρος (< σπείρω), πρβλ. ομό σπορος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”