- ὁμόρησις
ὁμόρησις, ἡ, das Angränzen, wie ὁμούρησις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμόρησις, ἡ, das Angränzen, wie ὁμούρησις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόρησις — ὁμόρησις και ὁμορ(ρ)όησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. ὁμήρησις και ιων. τ. ὁμούρησις (Α) [ομορέω] 1. γειτνίαση, γειτονία 2. αστρολ. γειτνίαση τών πλανητών … Dictionary of Greek
ὁμόρησιν — ὁμόρησις neighbourhood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομήρησις — ὁμήρησις, ἡ (Α) (αττ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) βλ. ομόρησις … Dictionary of Greek
ομορ(ρ)όησις — ὁμορ(ρ)όησις και ὁμόρωσις, ἡ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ομόρησις … Dictionary of Greek
ομούρησις — ὁμούρησις, ἡ (Α) βλ. ομόρησις … Dictionary of Greek