- ἁβρο-είμων
ἁβρο-είμων, mit üppig prächtigem Gewand, poot. an. EM. 4, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁβρο-είμων, mit üppig prächtigem Gewand, poot. an. EM. 4, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοείμων — κακοείμων, ον (Α) ρακένδυτος, κακοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek
καλοείμων — καλοείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος, καλοφορεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek