- ἁψῑδο-ειδής
ἁψῑδο-ειδής, ές, gewölbartig?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁψῑδο-ειδής, ές, gewölbartig?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλαμοειδής — ές αυτός που έχει σχήμα θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ειδής (< είδος), πρβλ. αψιδο ειδής, σπηλαιο ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη] … Dictionary of Greek