ὁσον-ῶν

ὁσον-ῶν

ὁσον-ῶν, ion. = ὁσονοῦν, wie wenig es auch sei, Her. 2, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὅσον — ὅσος as great as masc acc sg ὅσος as great as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅσον ἐξέπεσε τὀ ὐννίν πάλιν βελόνη σώζει. — См. Променять шило на свайку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνώουσεν. — (ὑπνώσουσιν). См. Спать соловьиным сном …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εὐθὺς γὰρ ἡμάρτηκεν οὐράνιον ὅσον. — См. Как небо от земли …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνοῦσιν. — См. Спать соловьиным сном …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χὤσον — ὅσον , ὅσος as great as masc acc sg ὅσον , ὅσος as great as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσονπερ — ὅσον , ὅσος as great as masc acc sg ὅσον , ὅσος as great as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”