ὁσιότης

ὁσιότης

ὁσιότης, ητος, ἡ, sowohl objectiv göttliches Recht, was den Göttern gebührt, Gottesdienst, Plut. de Is. et Os. 23, ἀνϑρώποις κατόχοις ὑπὸ τῆς πρὸς τοὺς ϑεοὺς τούτους ὁσιότητος, vgl. Alcib. 34, – als auch subjectiv Heiligkeit der Gesinnung, Gottesfurcht, neben δικαιοσύνη, Plat. Prot. 329 c, der Euthyphr. 14 e sagt ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως ϑεοῖς ἡ ὁσιότης ἂν εἴη; bei Xen. Cyr. 6, 1, 47 neben σωφροσύνη als Tugend des Kyros gerühmt; u. so Sp.; D. Sic. exc. de virt. p. 546 stehen gegenüber ἡ πρὸς γονεῖς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς ϑεοὺς εὐσέβεια; u. Plut. de aud. poet. 7 p. 99 sagt τὴν τῶν χρημάτων σωτηρίαν ἀπόδειξιν εἶναι τῆς τῶν Φαιάκων ὁσιότητος, wo er hinzusetzt οὐ γὰρ ἂν ἀκερδῶς φέροντας αὐτὸν εἰς ἀλλοτρίαν ἐκβάλλειν χώραν, ἀποσχομένους τῶν χρημάτων, also Rechtlichkeit, Gewissenhaftigkeit.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁσιότης — disposition to observe divine law masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιότητα — ὁσιότης disposition to observe divine law masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιότητι — ὁσιότης disposition to observe divine law masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιότητος — ὁσιότης disposition to observe divine law masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσιότητα — η (ΑΜ ὁσιότης, ητος) [όσιος] 1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.) 2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῑς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Philo — (20 BC 50 AD), known also as Philo of Alexandria (gr. Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεύς), Philo Judaeus, Philo Judaeus of Alexandria, Yedidia and Philo the Jew, was a Hellenistic Jewish philosopher born in Alexandria, Egypt. Philo used allegory to fuse and… …   Wikipedia

  • καθοσιότης — καθοσιότης, ἡ (Α) ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁσιότης (< ὅσιος)] …   Dictionary of Greek

  • όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԲԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0056 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. ԱՄԲԾՈՒԹԻՒՆ որ եւ ԱՆԲԾՈՒԹԻՒՆ. ἁκακία, ὀσιότης innocentia, probitas, sanitas Անարատութիւն. անմեղութիւն. սրբութիւն. անկեղծութիւն. պարզութիւն. ... *Ըստ ամբծութեան (կամ անբծութեան) իմում՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱՅՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0327 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c գ. θεότης divinitas Աստուածային գոլն Աստուծոյ. աստուածութիւն. *Առ աստուածայնութեան բնութեան անհասանելի է խորհրդոց մարդկան Աստուած. Պրպմ.: Եւ τὸ θειότατον divinisimum esse… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՐԺԱՆԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0357 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. ἁξιότης, ἁξία dignitas, dignatio Արժանաւորն գոլ. արժանի գտանիլն. իրաւացի արժանիք, եւ արդիւնք վաստակոց. որպէս եւ Լաւութիւն իրաց. ... *Արդարութիւն է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”