- ὁσαχῶς
ὁσαχῶς, = ὁσαχῇ, Arist. top. 1, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁσαχῶς, = ὁσαχῇ, Arist. top. 1, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οσαχώς — ὁσαχῶς (ΑΜ) επίρρ. καθ όσους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής αντων. ὅσος + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. παντ αχ ώς)] … Dictionary of Greek
ὁσαχῶς — in as many ways as indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσαχῶσπερ — ὁσαχῶς , ὁσαχῶς in as many ways as indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)