- ὁσαχοῦ
ὁσαχοῦ, relatives Correlativ zu ποσαχοῦ, an so viel Orten wie, Sp.; – auch = ὁσάκις, Aristid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁσαχοῦ, relatives Correlativ zu ποσαχοῦ, an so viel Orten wie, Sp.; – auch = ὁσάκις, Aristid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οσαχού — ὁσαχοῡ (Α) επίρρ. σε οσαδήποτε μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής αντων. ὅσος + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. αλλ αχ ού)] … Dictionary of Greek
ὁσαχοῦ — in as many ways as indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσαχοί — ὁσαχοῑ (Α) επίρρ. οσαχού*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής αντων. ὅσος + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. oῖ (πρβλ. παντ αχ οί)] … Dictionary of Greek