ὁσσάτιος

ὁσσάτιος

ὁσσάτιος, ep. = ὅσα, ὁσάκις, ὁσάτιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οσσάτιος — ὁσσάτιος (Α) επικ. τ. τού όσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος επικ. τ. τού ὅσος / ὅσσος με επίθημα άτιος (πρβλ. τοσσάτιος: τόσσος / τόσος, τρισσάτιος: τρισσός)] …   Dictionary of Greek

  • ὁσσάτιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσσατίων — ὁσσάτιος fem gen pl ὁσσάτιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσσάτιον — ὁσσάτιος masc acc sg ὁσσάτιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσσατίην — ὁσσάτιος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσσατίης — ὁσσάτιος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσσατίοις — ὁσσάτιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσσατίοισι — ὁσσάτιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσσάτιαι — ὁσσάτιος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσσάτιος — ατίη, ον, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσο μεγάλος ή τόσο σπουδαίος («φεῡ, ἀπὸ τοσσατίου κάλλεος εἰμὶ κόνις», Βαβρ.) 2. τόσο εκτεταμένος («τοσσάτιον μογέεσκον ἐπὶ χρόνον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοσσάτιοι τόσο πολλοί άνθρωποι 4. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • τρισσάτιος — και τρισσάδιος, αδίη, ον Α τρίτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρισσός με επίθημα άτιος (πρβλ. ὅσ(σ)ος: ὁσσάτιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”