ὁρᾱματισμός

ὁρᾱματισμός

ὁρᾱματισμός, , das Gesicht, die Erscheinung, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οραματισμός — ο (Α ὁραματισμός) [οραματίζομαι] νεοελλ. 1. το να βλέπει κανείς οπτασίες 2. το να έχει κανείς οράματα, συλλήψεις, προσδοκίες, πόθους, ευγενείς επιδιώξεις για ένα καλύτερο αύριο, σε προσωπικό ή σε γενικότερο επίπεδο 3. όραμα, οπτασία αρχ. εμφάνιση …   Dictionary of Greek

  • οραματισμός — ο το να έχει κανείς όνειρα, να οραματίζεται, να ελπίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁραματισμῷ — ὁραματισμός vision masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁραματισμόν — ὁραματισμός vision masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ακροαματισμός — ο το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αυτοψία — η (AM αὐτοψία) [αυτόπτης] το να βλέπει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια νεοελλ. 1. προσεκτική, επιστάμενη παρατήρηση ή εξέταση 2. η αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή μσν. θεολ. ο εκστατικός… …   Dictionary of Greek

  • Πέρεθ Γκαλντός, Μπενίτο — (Pιrez Galdos, Λας Πάλμας, Κανάρια 1843 – Μαδρίτη 1920). Ισπανός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος της Ισπανίας του 19ου αι. Πήρε πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, πόλη όπου έζησε σχεδόν χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • οπτασιασμός — ο το να βλέπει κανείς οπτασίες, το να έχει ψευδαισθήσεις, οραματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”