- ὁρᾱτήρ
ὁρᾱτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρᾱτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορατήρ — ὁρατήρ, ῆρος, ὁ (Α) ορατής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὁρα τού ὁρῶ* + επίθημα τήρ (πρβλ. οπ τήρ)] … Dictionary of Greek
ὁρατήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek