ὁρμιά — ὁρμιά̱ , ὁρμιά fishing line of horse hair fem nom/voc/acc dual ὁρμιά̱ , ὁρμιά fishing line of horse hair fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμιᾷ — ὁρμιά fishing line of horse hair fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμιά — και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)] λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι νεοελλ. αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα … Dictionary of Greek
ορμιά — η αλιευτικό σκοινί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁρμιάν — ὁρμιά̱ν , ὁρμιά fishing line of horse hair fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμιάς — ὁρμιά̱ς , ὁρμιά fishing line of horse hair fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμιαῖς — ὁρμιά fishing line of horse hair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμιαί — ὁρμιά fishing line of horse hair fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμιᾶς — ὁρμιά fishing line of horse hair fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμιῇσι — ὁρμιά fishing line of horse hair fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμιῇσιν — ὁρμιά fishing line of horse hair fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)