ἁρμή

ἁρμή

ἁρμή, , Vereinigung, Qu. Sm. 11, 361; VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρμή — ἁρμή και ἅρμη, η (Α) 1. προσαρμογή, ένωση (πρβλ. άρμα Ι) 2. η ραφή τραύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρ. ar «συνάπτω, συναρμόζω (πρβλ. αραρίσκω). Η δασύτητα της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. άρμα*] …   Dictionary of Greek

  • άρμη — και άλμη, η διάλυμα νερού με αλάτι, η σαλαμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρμη < άλμη, με φωνητική τροπή του λ προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό ρ (πρβλ. ελπίδα < ερπίδα, αλμέγω > αρμέγω, αδελφός < αδερφός)] …   Dictionary of Greek

  • άρμη — η η άλμη, η σαλαμούρα: Βάλε το τυρί στην άρμη, γιατί θα χαλάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄρμη — ἄρμα that which one takes fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμήν — ἁρμή junction fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμῶν — ἁρμή junction fem gen pl ἁρμός joint masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλμη — άλμη, η και άρμη, η 1. το θαλασσινό νερό: Όλη τη μέρα τον έλουζε η άλμη της θάλασσας. 2. το λεπτό στρώμα αλατιού από την επαφή με τη θάλασσα: Ήταν θαλασσομάχος ψημένος από την άρμη. 3. διάλυμα αλατιού σε νερό για διατήρηση τροφίμων, σαλαμούρα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

  • αγγουραρμιά — η άρμη μέσα στην οποία συντηρούνται τα αγγουράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + άρμη] …   Dictionary of Greek

  • αλάρμη — η αλατάρμη, άρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας – άρμη, πρβλ. και αλατάρμη] …   Dictionary of Greek

  • άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”