- ὁρο-θέτης
ὁρο-θέτης, der die Gränzen festsetzt, Gränzbestimmer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρο-θέτης, der die Gränzen festsetzt, Gränzbestimmer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψηφιδοθέτης — ο, Ν ψηφιδογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + θέτης (< τίθημι) πρβλ. ορο θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κ. Μυλωνά] … Dictionary of Greek
ψηφοθέτης — ο, ΝΜΑ ψηφιδογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + θέτης (< τίθημι), πρβλ. ὁρο θέτης] … Dictionary of Greek
λιθοθεσία — λιθοθεσία, ἡ (Α) τοποθέτηση λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αθλο θεσία, ορο θεσία) … Dictionary of Greek
ουρανοθεσία — οὐρανοθεσία, ἡ (Α) χάρτης στον οποίο εικονίζεται η θέση τών αστέρων στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο θεσία] … Dictionary of Greek
σηματοθέσιο — το, Ν ναυτ. ο χώρος τού πλοίου, συνήθως στη γέφυρα διακυβέρνησης, στον οποίο φυλάσσονται τα σήματα και οι σημαίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + θέσιο (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο θέσιο. Η λ., στον λόγιο τ. σηματοθέσιον, μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
χωροθεσία — ἡ, Μ η θέση μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο θεσία] … Dictionary of Greek
ωοθεσία — ἡ, Α διακόσμηση με ωοειδή σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ὁρο θεσία] … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται … Dictionary of Greek