- ὁρο-γενής
ὁρο-γενής, ές, auf der Gränze geboren, entstanden, Iambl. arithm. p. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρο-γενής, ές, auf der Gränze geboren, entstanden, Iambl. arithm. p. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ορογενής — ὁρογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από κάποιον όρο («μονάς ὁρογενής οὖσα», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο (βλ. λ. όρος [II]) + γενής (< γένος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek