αρμάτειος — ἁρμάτειος, ον (Α) [άρμα] αυτός που ανήκει στο άρμα … Dictionary of Greek
ἁρμάτειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμάτειον — ἁρμάτειος of masc/fem acc sg ἁρμάτειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματείοις — ἁρμάτειος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματείου — ἁρμάτειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματείους — ἁρμάτειος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματείων — ἁρμάτειος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματείῳ — ἁρμάτειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμάτεια — ἁρμάτειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμάτειοι — ἁρμάτειος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek