ἁρμοῖ

ἁρμοῖ

ἁρμοῖ (ἀρμοῖ scheint falsche Schreibart, vgl. Lob. zu Phryn. p. 19), 1) eben, jüngst, wie ἄρτι, Aesch. Prom. 618; Theocr. 4, 51; Lycophr. 106. Es soll ein Syracusanisches Wort sein. – 2) = ἡσυχῆ, μικρῶς, Hippocr. S. ἁρμῶ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρμοί — ἁρμοῑ επίρρ. (Α) 1. πριν από λίγο, τώρα μόλις 2. ήσυχα, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία τοπική πτώση του τ. αρμός* με επιρρηματική χρήση] …   Dictionary of Greek

  • ἁρμοῖ — just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοί — ἁρμός joint masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξο ή αψίδα — Kαμπυλόγραμμη κατασκευή, γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούμενη για την κάλυψη ανοιγμάτων αντί του ευθύγραμμου επιστύλιου. Σημαντική ιδιότητα του τ. είναι η μέσω των αψιδολίθων μεταβίβαση των τάσεων των υπερκείμενων φορτίων προς τα… …   Dictionary of Greek

  • THENSA — Graecis ἄρμα πομπικὸν sive ἱερὸν: in Glossario, ἅρμοι θεῶν, quod Diomedes exponit Deorum vehiculum, inter Divinitartis apud Gentiles in signia fuit. Hinc inter ea, quae Iulius Caesar humanô fastigiô ampliora sibi decerni passus est, sedem auream… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρμογοκάλυμμα — και αρμοκάλυμμα, το λεπτή ταινία ξύλου με την οποία καλύπτονται οι αρμοί στα σανιδώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τεχνικής ορολογίας (μουσικής, ζωγραφικής, λογοτεχνίας, ιατρικής). Ο τ. ανάγεται σε θ. αρμογ , αρμόζω (πρβλ. δωρ. άρμογμαι, άρμοξα, αρμόχθην)] …   Dictionary of Greek

  • αρμολόγηση — και λογιά, η [αρμολογώ] η συναρμολόγηση, η τοποθέτηση αντικειμένων ή εξαρτημάτων ώστε να συνδυάζονται οι αρμοί τους …   Dictionary of Greek

  • περιπτέρνιον — τὸ, Α 1. αυτό που βρίσκεται γύρω από την φτέρνα 2. στον πληθ. τὰ περιπτέρνια μεταλλικοί αρμοί οι οποίοι συνέδεαν το άκρο τού αγκώνα ενός καταπέλτη με τον αεροθάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτέρνα + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

  • σύμπλεγμα — Όρος, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, μολονότι όχι ακριβολογημένα, για να δείξει την παρουσία αισθημάτων συνειδητών, δυσάρεστων και γεμάτων άγχος, που αφορούν εμάς τους ίδιους ή που αποδίνονται σε άλλους («έχω ένα σωρό συμπλέγματα»,… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”