- ὁρμηδόν
ὁρμηδόν, ungestüm andringend, Hermes. bei Stob. ecl. phys. p. 1050.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρμηδόν, ungestüm andringend, Hermes. bei Stob. ecl. phys. p. 1050.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορμηδόν — ὁρμηδόν (Α) επίρρ. με ορμή, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμή + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
ὁρμηδόν — impetuously indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek