ἁρμοστής — one who arranges masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμοστής — ο (Α ἁρμοστής) [αρμόζω] ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε κατεχόμενη ή εξαρτημένη χώρα αρχ. 1. τίτλος Σπαρτιατών αρχόντων 2. έπαρχος 3. μνηστήρας … Dictionary of Greek
αρμοστής — ο ανώτατος αξιωματούχος που ασκεί καθήκοντα κυβερνήτη σε μια χώρα που κατέχεται ή βρίσκεται σε εξάρτηση: Τα Εφτάνησα ως τα 1864 κυβερνούσε Άγγλος αρμοστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρμοστῆς — ἁρμοστός joined fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοσταῖς — ἁρμοστής one who arranges masc dat pl ἁρμοστός joined fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοσταί — ἁρμοστής one who arranges masc nom/voc pl ἁρμοστός joined fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστοῦ — ἁρμοστής one who arranges masc gen sg ἁρμοστός joined masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστῇ — ἁρμοστής one who arranges masc dat sg (attic epic ionic) ἁρμοστός joined fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστήν — ἁρμοστής one who arranges masc acc sg (attic epic ionic) ἁρμοστός joined fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστῶν — ἁρμοστής one who arranges masc gen pl ἁρμοστός joined fem gen pl ἁρμοστός joined masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek