ἁρμοστής

ἁρμοστής

ἁρμοστής, , der Ordner, Verwalter; so hießen bes. die Statthalter, welche die Lacedämonier in eroberten Städten einzusetzen pflegten, Thuc. 8, 5; Xen. Hell. 1, 1, 23 u. öfter, wie Folgde; übh. Statthalter, z. B. in einer Kolonie, Xen. An. 5, 5, 19 u. Sp. Nach Poll. auch schlechter Ausdruck für μνηστήρ. Vgl. ἁρμόζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁρμοστής — one who arranges masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμοστής — ο (Α ἁρμοστής) [αρμόζω] ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε κατεχόμενη ή εξαρτημένη χώρα αρχ. 1. τίτλος Σπαρτιατών αρχόντων 2. έπαρχος 3. μνηστήρας …   Dictionary of Greek

  • αρμοστής — ο ανώτατος αξιωματούχος που ασκεί καθήκοντα κυβερνήτη σε μια χώρα που κατέχεται ή βρίσκεται σε εξάρτηση: Τα Εφτάνησα ως τα 1864 κυβερνούσε Άγγλος αρμοστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁρμοστῆς — ἁρμοστός joined fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοσταῖς — ἁρμοστής one who arranges masc dat pl ἁρμοστός joined fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοσταί — ἁρμοστής one who arranges masc nom/voc pl ἁρμοστός joined fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοστοῦ — ἁρμοστής one who arranges masc gen sg ἁρμοστός joined masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοστῇ — ἁρμοστής one who arranges masc dat sg (attic epic ionic) ἁρμοστός joined fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοστήν — ἁρμοστής one who arranges masc acc sg (attic epic ionic) ἁρμοστός joined fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοστῶν — ἁρμοστής one who arranges masc gen pl ἁρμοστός joined fem gen pl ἁρμοστός joined masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”