ὁρμειά

ὁρμειά

ὁρμειά, ἡ, = ὁρμιά, Theocr. 21, 11 u. a. sp. D., wie Leon. Tar. 25 (VI, 4).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορμειά — ὁρμειά, ἡ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ορμιά …   Dictionary of Greek

  • ὁρμειαί — ὁρμειά fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμιά — και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)] λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι νεοελλ. αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα …   Dictionary of Greek

  • χὠρμειήν — ὁρμειήν , ὁρμειά fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”