- ὁρμιστηρία
ὁρμιστηρία, ἡ, Seil, um Etwas fest, in der Höhe zu erhalten, D. Sic. 17, 44, v. l. ὁρμητηρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρμιστηρία, ἡ, Seil, um Etwas fest, in der Höhe zu erhalten, D. Sic. 17, 44, v. l. ὁρμητηρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρμιστηρία — ὁρμιστηρίᾱ , ὁρμιστηρία cord fem nom/voc/acc dual ὁρμιστηρίᾱ , ὁρμιστηρία cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμιστηρία — ὁρμιστηρία, ἡ (Α) αλυσίδα ή σχοινί με το οποίο προσδένεται ή από το οποίο εξαρτάται ένα αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁρμιστήρ (< ὁρμίζω < ὅρμος [ΙΙ])] … Dictionary of Greek
ὁρμιστηρίας — ὁρμιστηρίᾱς , ὁρμιστηρία cord fem acc pl ὁρμιστηρίᾱς , ὁρμιστηρία cord fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμιστηρίαι — ὁρμιστηρίᾱͅ , ὁρμιστηρία cord fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)