- ἁρματο-δρόμος
ἁρματο-δρόμος, wettfahrend, Schol. Ap. Rh. 1, 1333.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁρματο-δρόμος, wettfahrend, Schol. Ap. Rh. 1, 1333.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
λαμπαδηδρόμος — και λαμπαδοδρόμος, ο (AM) 1. αυτός που τρέχει σε λαμπαδηδρομία 2. φρ. «λαμπαδηδρόμος ἀγών» αγώνας με δαυλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρόμος, νυκτο δρόμος. Το η τού τ. λαμπαδηδρόμος οφείλεται σε μετρικούς… … Dictionary of Greek
λεμβοδρόμος — ο, η αυτός που μετέχει σε λεμβοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρόμος, ιππο δρόμος] … Dictionary of Greek
θεοδρόμος — θεοδρόμος, ον (AM) 1. αυτός που ζει σύμφωνα με τη θέληση τού θεού 2. αυτός που κατευθύνεται προς τον θεό («θεοδρόμον αστέρα θεωρήσαντες Μάγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δρόμος (< δραμείν), πρβλ. αρματο δρόμος, ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek
ιστιοδρομώ — (Α ἱστιοδρομῶ, έω) (για πλοία) αρμενίζω με τα πανιά φουσκωμένα από τον άνεμο, με γεμάτα πανιά νεοελλ. παίρνω μέρος σε αγώνες ιστιοδρομιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < ἱστίον + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρομώ, πελαγο δρομώ. Με τη… … Dictionary of Greek