ὁρκάνη

ὁρκάνη

ὁρκάνη, ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος, Umhägung, Umzäunung; ὁρκάνα πυργῶτις, Aesch. Spt. 328; εἰς σκοτεινὰς ὁρκάνας πεσούμενος, Eur. Bacch. 611.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορκάνη — ὁρκάνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ακανθώδες περίφραγμα, φράχτης 2. θηρευτικό δίχτυ 3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο, φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὁρκ τού θ. ἑρκ τής λ. ἕρκος «φραγμός» (βλ. λ. έρκος)] …   Dictionary of Greek

  • ὁρκάνη — enclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκάνην — ὁρκάνη enclosure fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκάνα — ὁρκάνᾱ , ὁρκάνη enclosure fem nom/voc/acc dual ὁρκάνᾱ , ὁρκάνη enclosure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκάνας — ὁρκάνᾱς , ὁρκάνη enclosure fem acc pl ὁρκάνᾱς , ὁρκάνη enclosure fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκάθους — ὁρκάθους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐφ ὧν τὰ σῡκα ψύχουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τα ἕρκος, ὁρκάνη] …   Dictionary of Greek

  • ορκούρος — ὁρκοῡρος, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. τού ἑρκοῦρος* (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη] …   Dictionary of Greek

  • ορχάμη — ὀρχάμη, ἡ (Α) ακαλλιέργητος τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ., που πρέπει να διορθωθεί σε ὁρκάνη] …   Dictionary of Greek

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

  • serk- —     serk     English meaning: hedge, to fence     Deutsche Übersetzung: “Flechtwerk, einhegen”?     Material: Gk. ἕρκος n. “ paddock, corral, pen, fold, fence, Wall; loop, noose, snare, Fangnetz”, ὁρκάνη “Umzäunung”, ὅρκος m., ὅρκιον “oath”; Lat …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”