- ὁρκο-σφάλτης
ὁρκο-σφάλτης, ὁ, der Eidbrüchige, Tzetz. Hom. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρκο-σφάλτης, ὁ, der Eidbrüchige, Tzetz. Hom. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορκοσφάλτης — ὁρκοσφάλτης, ὁ (Μ) αυτός που παραβαίνει τον όρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρκος + σφάλτης (< σφάλλω)] … Dictionary of Greek