- ὁρκικός
ὁρκικός, = ὅρκιος, VLL. Schol. Il. 1, 77 D. L. 7, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁρκικός, = ὅρκιος, VLL. Schol. Il. 1, 77 D. L. 7, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορκικός — ὁρκικός, ή, όν (Α) [όρκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο … Dictionary of Greek
ὁρκικά — ὁρκικός belonging to neut nom/voc/acc pl ὁρκικά̱ , ὁρκικός belonging to fem nom/voc/acc dual ὁρκικά̱ , ὁρκικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκικόν — ὁρκικός belonging to masc acc sg ὁρκικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek